ἐνήδομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice in, τινί Mich. in EN532.4, Sch.Il.8.51, Hsch.: abs., Gal.16.566.
German (Pape)
[Seite 840] sich daran, darüber freuen, Schol. Il. 8, 51 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήδομαι: παθ., ἥδομαι ἔν τινι, εὐχαριστοῦμαι εἴς τι, Σχόλ. Ἰλ. Θ. 51, καθ’ Ἡσύχ.: «ἐνήδοιτο· ὠφελοῖτο, χαίροι, φαιδροῖτο».
Spanish (DGE)
disfrutar, estar contento, regocijarseop. ὀργίζεσθαι Gal.16.566, cf. Hsch., c. dat. o giro prep. τῷ τῶν καθ' ἡμῶν λοιδοριῶν λόγῳ Origenes Cels.3.55, τοῖς πάθεσι χαίρων καὶ ἐνηδόμενος Anecd.Ludw.15.15, cf. Mich.in EN 532.4, Sch.Er.Il.8.51, ἐπ' αὐτοῖς Basil.M.30.93A.
Greek Monolingual
ἐνήδομαι (Α) ήδομαι
χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῑς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία).