ἐξάρνησις

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρνησις Medium diacritics: ἐξάρνησις Low diacritics: εξάρνησις Capitals: ΕΞΑΡΝΗΣΙΣ
Transliteration A: exárnēsis Transliteration B: exarnēsis Transliteration C: eksarnisis Beta Code: e)ca/rnhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A denial, Pl.R.531b.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.

Greek Monolingual

ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνησηἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).

Greek Monotonic

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.