ἐξολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source

German (Pape)

[Seite 885] (s. ὀλισθαίνω), herausgleiten, herausschlüpfen, Eur. Phoen. 1383 Ar. Par 140; τὰς διαβολάς, den Verleumdungen entgehen, Eq. 491; dem Gedächtniß entfallen, Eccl. 286; auch τινός, Arist. H. A. 8, 2, Plut. Cat. mai. 20; auch ἐς ἡδονάς, unvermerkt dahinein gerathen, Hdn. 1, 3, 4; – τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι, auseinanderkommen, Plut. Pyth. or. 8.

French (Bailly abrégé)

1 dévier ou s’écarter en glissant;
2 fig. glisser hors de, échapper.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθαίνω.

Greek Monolingual

(AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) ολισθάνω
1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ
2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι
αρχ.
1. ξεφεύγω, διαφεύγω
2. (για φύλλα) πέφτω
3. ξεφεύγω από τη μνήμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐξολισθαίνω: атт. ἐξολισθάνω
1) выскальзывать (δι᾽ ὑγρότητα ἐ. Plut.; διὰ τὴν τραχύτητα οὐχ ἐ. Arst.): ἐκ δέ οἱ ἥπαρ ὄλισθεν Hom. у него (Троя) вывалилась печень: ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην Eur. чтобы железо соскользнуло (по щиту) понапрасну, т. е. не поразив тела;
2) перен. ускользать: ἐ. διαβολάς Arph. ускользать от клеветы; ὡς μή ποτ᾽ ἐξολίσθῃ Arph. чтобы (это слово) не ускользнуло как-л., т. е. не выпало из памяти.