ἐξόρκωσις

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόρκωσις Medium diacritics: ἐξόρκωσις Low diacritics: εξόρκωσις Capitals: ΕΞΟΡΚΩΣΙΣ
Transliteration A: exórkōsis Transliteration B: exorkōsis Transliteration C: eksorkosis Beta Code: e)co/rkwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A binding by oath, Id.4.154.    II exorcism, J.AJ8.2.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε ἀφοσιόω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire prêter serment.
Étymologie: ἐξορκόω.

Greek Monolingual

ἐξόρκωσις, η (Α) εξορκώ
1. ένορκη υποχρέωση
2. εξορκισμός.

Greek Monotonic

ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.