ἐπικαταίρω

From LSJ
Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταίρω Medium diacritics: ἐπικαταίρω Low diacritics: επικαταίρω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: epikataírō Transliteration B: epikatairō Transliteration C: epikatairo Beta Code: e)pikatai/rw

English (LSJ)

intr.,

   A swoop down upon, νεκροῖς ὥσπερ ὄρνιν Plu.Pomp.31.

German (Pape)

[Seite 946] darüber herfallen, νεκροῖς ὥςπερ ὄρνιν ἐπικαταίρειν Plut. Pomp. 31 E.

French (Bailly abrégé)

s’abattre sur.
Étymologie: ἐπί, καταίρω.

Greek Monolingual

ἐπικαταίρω (Α)
επιτίθεμαι από ψηλά εναντίον κάποιου, όπως τα σαρκοβόρα όρνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ-αίρω «εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐπικαταίρω: αμτβ., ορμώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.