ἐπινοητικός

From LSJ
Revision as of 15:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινοητικός Medium diacritics: ἐπινοητικός Low diacritics: επινοητικός Capitals: ΕΠΙΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epinoētikós Transliteration B: epinoētikos Transliteration C: epinoitikos Beta Code: e)pinohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inventive, of a writer, Longin.4.1; ἐ. τοῦ διασῴζειν ἑαυτόν Ath.7.310f.    2. due to reflection, φάσμα Epicur. Nat.362.

German (Pape)

[Seite 966] ή, όν, erfinderisch, τοῦ διασώζειν αὑτόν Ath. VII, 310 f; Longin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ λάβραξ) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) επινοώ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος
αρχ.
(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.
επίρρ...
επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)
κατ’ επινόηση, εφευρετικά.