ἐπιποθία
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπιπόθησις, Ep.Rom.15.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιποθία: ἡ, = ἐπιπόθησις, Ἐπιστ. π. Ρωμ: ιε΄, 23.
English (Strong)
from ἐπιποθέω; intense longing: great desire.
English (Thayer)
(WH ἐπιποθεία, see under the word εἰ, ἰ), ἐπιποθίας, ἡ, longing: ἅπαξ λεγόμενον. (On the passage cf. Buttmann, 294 (252).)
Greek Monolingual
ἐπιποθία, ἡ (Α) επιποθώ
επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ).
Greek Monotonic
ἐπιποθία: ἡ, = ἐπιπόθησις, σε Καινή Διαθήκη