ἐπιπόθησις
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
-εως, ἡ, longing after, τινός 2 Ep.Cor.7.7, Aq.Ez.23.11, Dam.Pr. 38.
German (Pape)
[Seite 971] ἡ, das Verlangen, die Sehnsuchr; N.T.; Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de désirer, désir.
Étymologie: ἐπιποθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόθησις: εως ἡ томление, тоска NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόθησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιποθεῖν τι, σφοδρὰ ἐπιθυμία, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ζ΄, 7, Κλήμ. Ἀλ. 977.
English (Strong)
from ἐπιποθέω; a longing for: earnest (vehement) desire.
English (Thayer)
ἐπιποθησεως, ἡ, longing: Aq.; Clement of Alexandria, strom. 4,21, 131, p. 527a.)
Greek Monolingual
ἐπιπόθησις, ἡ (Α) επιποθώ
έντονη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν», ΚΔ).
Greek Monotonic
ἐπιπόθησις: -εως, ἡ, σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐπιπόθησις, εως [from ἐπιποθέω
a longing after, NTest.
Chinese
原文音譯:™pipÒqhsij 誒披-坡帖西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-渴望(著)
字義溯源:熱望,渴望,想念;源自(ἐπιποθέω)=切慕);由(ἐπί)*=在⋯上)與(πόθεν)X*=渴望)組成
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 想念(2) 林後7:7; 林後7:11