επισκευάζω
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
(AM ἐπισκευάζω) σκευή
επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω
αρχ.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῖς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον»)
2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.)
3. (για ζώα) σαμαρώνω
4. φορτώνω («τἄλλα χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι», Ξεν.)
5. προάγω («τὴν διαλεκτικήν... ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων», Αριστοτ.)
6. μεσ. ἐπισκευάζομαι
εφοδιάζω με τα αναγκαία.