φάρσωμα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρσωμα Medium diacritics: φάρσωμα Low diacritics: φάρσωμα Capitals: ΦΑΡΣΩΜΑ
Transliteration A: phársōma Transliteration B: pharsōma Transliteration C: farsoma Beta Code: fa/rswma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ship's timbers, Demetr. in Cat.Cod.Astr.8(3).98.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, ΜΑ
μσν.
πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς
αρχ.
τοποθέτηση της τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].