ἡγέτης

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγέτης Medium diacritics: ἡγέτης Low diacritics: ηγέτης Capitals: ΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: hēgétēs Transliteration B: hēgetēs Transliteration C: igetis Beta Code: h(ge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. ἁγ- ( ἀγ-), (ἡγέομαι)

   A leader, voc. ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας AP6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1151] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. (ἡγέομαι) ἡγεμών, ἀρχηγός, κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, αὐτόθι 7. 425.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
guide, chef.
Étymologie: ἡγέομαι.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέ-ομαι, -ούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέ-της, καταθέ-της)].

Greek Monotonic

ἡγέτης: -ου, ὁ (ἡγέομαι), Δωρ. ἁγέτα, αρχηγός, οδηγός, σε Ανθ.