ζουμερός

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι»)
2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικόςζουμερά λόγια» — καίρια, σωστά λόγια, με ουσία)
3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»).
επίρρ...
ζουμερά
1. με χυμό
2. με ουσία, ουσιαστικά, καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. -ερός (πρβλ. καρπ-ερός, τρυφ-ερός)].