ηχομονωτικός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση
2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» — υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα της απορροφητικότητας του ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που πρέπει να μονωθούν από τους θορύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-proof < sound «ήχος» + proof «αδιαπέραστος»].