θυρωρείο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ θυρωρεῖον, Μ και θυρώριον) θυρωρός
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου
μσν.-αρχ.
το οίκημα του θυρωρού, το δωμάτιο ή το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο θυρωρός.