ἱεροφάντις
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
(parox.), ιδος, fem. of -φάντης, IG22.1092B35, Plu.Sull.13, Cat.Cod.Astr.1.115, Jul. Or.7.221c.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφάντις: -ιδος, (ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 196), θηλ. τοῦ ἱεροφάντης, τῇ ἱεροφάντιδι Πλουτ. Σύλλ. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 432, 435. - Κατὰ Φώτιον: «ἱεροφάντιδες· αἱ τὰ ἱερὰ φαίνουσαι τοῖς μυουμένοις». - Ὁ προπαροξύτον. τύπος ἱερόφαντις εἶναι ἐσφαλμέν.
Greek Monolingual
ἱεροφάντις, -ιδος, ἡ (Α)
θηλ. του ἱεροφάντης
(«ἱεροφάντιδες
αἱ τὰ ἱερὰ φαίνουσαι τοῖς μυουμένοις», Φώτ.).