ίον
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴον)
ο μενεξές, η βιολέτα («λειμῶνες μαλακοὶ ἴου», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. το κρίνο
2. κάθε άνθος
3. διακοσμητικός λίθος με σκοτεινό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τόσο η γλώσσα του Ησυχίου γία
ἄνθη όσο και η μετρική δομή της λ. οδηγούν σε αρχικό τ. Fίον, που συνδέεται με το λατ. viola. Η λ. και στις δύο γλώσσες αποτελεί πιθ. δάνειο μεσογειακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. ιόεις
νεοελλ.
ιονίδιο.
ΣΥΝΘ. ιοβαφής, ιοειδής (Ι), ιοστέφανος
αρχ.
ιοβάπτης, ιοβλέφαρος, ιοβόστρυχος, ιόγληνος, ιοδερκής, ιόδετος, ιοδνεφής, ιόζωνος, ιοθαλής, ιόκολπος, ιοπάρειος, ιόπεπλος, ιοσάκχαρ, ιόστεπτος
μσν.
ιοβάφινος, ιοζούλαπον
νεοελλ.
ιοστεφής].