καμπυλοειδής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές,
A appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.
German (Pape)
[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο-ειδής, σφαιρο-ειδής].
Russian (Dvoretsky)
καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.