κασέλα

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek (Liddell-Scott)

κασέλα: «καθέδρα. Λάκωνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (Μ κασέλα)
κιβώτιο επίμηκες και βαθύ όπου φυλάγονται κυρίως τα είδη ρουχισμού, σεντούκι, μπαούλο
νεοελλ.
(στα ελαιοτριβεία) δοχείο μέσα στο οποίο χύνεται από το πιεστήριο το λάδι ανάμικτο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. > ιταλ. cass-ela (υποκορ. του cassa)].