καρυοβαφής

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠοβᾰφής Medium diacritics: καρυοβαφής Low diacritics: καρυοβαφής Capitals: ΚΑΡΥΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: karyobaphḗs Transliteration B: karyobaphēs Transliteration C: karyovafis Beta Code: karuobafh/s

English (LSJ)

ές,    A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s) .

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Nußschaalen schwarz gefärbt, E. M 492 E., Erklg von καρύκινος, man vermuthet καρυκοβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος διὰ βαφῆς παρασκευαζομένης ἐκ τῶν κελύφων χλωρῶν καρύων ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν αἱ γυναῖκες βάπτουσαι τὴν μέταξαν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

καρυοβαφής, -ές (Α)
ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής].