καταδουλεύομαι
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
A reduce to slavery, Sm.Le.27.17, f.l. in Eus. Mynd.Fr.10(v. καταδουλόω 1.2).
German (Pape)
[Seite 1347] sich unterjochen, Euseb. Stob. fl. 6, 15.
Greek (Liddell-Scott)
καταδουλεύομαι: καταδουλόω, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.
Greek Monolingual
καταδουλεύομαι (Α)
υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό].