καταπεφρονημένως
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of καταφρονέω, despisedly, v.l. for -μένος in Sch. Luc. Ind. 10.
German (Pape)
[Seite 1369] verachtet, Sp.
Greek Monolingual
καταπεφρονημένως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονημένος (μτχ. παρακμ. του καταφρονοῦμαι)].