κατάντλησις
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Hp.Medic.3, Antyll. ap. Orib.9.23.1, Gal.10.237.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντλησις: εως (καὶ ἐπάντλησις), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.
Greek Monolingual
κατάντλησις, ἡ (Α) καταντλώ
η επίχυση άφθονου ύδατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάντλησις -εως, ἡ [καταντλέω] stortbad. Hp.