καυσαλίς
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, prob. glossed by ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος, Hsch. (καύσαλις cod.); perh. to be read for καυκαλίς, of a kind of σμύρνα, Dsc.1.64 (and so in Orib. 12 s.v.), and for καυχαλίς (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1408] ίδος, ἡ (καίω), Brandblase, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καυσᾰλίς: -ίδος, ἡ «καψαλίδα», φλύκταινα, ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καυσαλίς, ἡ (Α)
φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω.