κίνυγμα

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίνυγμα Medium diacritics: κίνυγμα Low diacritics: κίνυγμα Capitals: ΚΙΝΥΓΜΑ
Transliteration A: kínygma Transliteration B: kinygma Transliteration C: kinygma Beta Code: ki/nugma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι)

   A anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v. l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.

Greek Monolingual

κίνυγμα, τὸ (Α) κινύσσομαι
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κίνυγμα: [ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.