κορακιστί

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of moneymoney it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκιστί: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον κόρακος, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

κορακιστί (Α)
επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ-ιστί, ελλην-ιστί)].