κρεηδόκος

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεηδόκος Medium diacritics: κρεηδόκος Low diacritics: κρεηδόκος Capitals: ΚΡΕΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreēdókos Transliteration B: kreēdokos Transliteration C: kreidokos Beta Code: krehdo/kos

English (LSJ)

ον,

   A = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. κρειοδόκος.

Greek Monolingual

κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο-δόκος, θυο-δόκος.

Greek Monotonic

κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.