κυμάτωσις

From LSJ
Revision as of 16:34, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτωσις Medium diacritics: κυμάτωσις Low diacritics: κυμάτωσις Capitals: ΚΥΜΑΤΩΣΙΣ
Transliteration A: kymátōsis Transliteration B: kymatōsis Transliteration C: kymatosis Beta Code: kuma/twsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A flow of the tide, Str.1.3.8; κλύδων καὶ κ. Ph.1.14: metaph., κυματώσεις καὶ στροφαί, of life, Id.Fr.63 H.

German (Pape)

[Seite 1530] ἡ, das Wogen, Fluthen; Strab. I, 53; Philo öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμάτωσις: -εως, ἡ, κύμανσις, σάλος κυμάτων, σφοδρὰ κυμάτωσις, ὑφ’ ἧς πάντες οἱ νεκροὶ ἀπεβράσθησαν Φίλων τ. 2, σ. 174, 25· κλύδωνι καὶ κυματώσει παρὰ τῷ αὐτῷ τ. 1. σ. 14, 23· παρὰ τῷ Στράβ. 53 φαίνεται ἡ λέξις ὡς σημαίνουσα κυματωγήν.

Greek Monolingual

κυμάτωσις, ἡ (Α) κυματώ
1. μεγάλος κυματισμός, κύμανση, σάλος κυμάτων
2. μτφ. διακυμάνσεις, ταραχές ή δυσκολίες της ζωής.