λιπόγαμος

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόγᾰμος Medium diacritics: λιπόγαμος Low diacritics: λιπόγαμος Capitals: ΛΙΠΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: lipógamos Transliteration B: lipogamos Transliteration C: lipogamos Beta Code: lipo/gamos

English (LSJ)

ον,

   A having abandoned her marriage ties, ἡ λ. the adulteress, of Helen, E.Or.1305 (lyr.); cf. λιπεσάνωρ.

German (Pape)

[Seite 51] die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγᾰμος: -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ μοιχαλίς, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. λιπεσήνωρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui abandonne son époux.
Étymologie: λείπω, γάμος.

Greek Monolingual

λιπόγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική κοίτη
2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος
η μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος].

Greek Monotonic

λῐπόγᾰμος: -ον, αυτή που έχει εγκαταλείψει τους δεσμούς του γάμου, λέγεται για την Ελένη, σε Ευρ.