λουλούδι

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι)
το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος
2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδιλουλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Αθήνας», δημ. τραγούδι)
3. (μτφ. ως επίθ.) αυτός που χάνεται γρήγορα, εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. l'ul'e, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών λειρίδιον και λειλίδιον. Κατ' άλλους, < μσν. λίλι(ον) < λατ. lilium «κρίνο» + κατάλ. -ούδι. Ο τ. λούλουδο < αγριο-λούλουδο, κατ' απόσπαση (πρβλ. κάνονας < νομο-κάνονας)].