μαστήρ

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστήρ Medium diacritics: μαστήρ Low diacritics: μαστήρ Capitals: ΜΑΣΤΗΡ
Transliteration A: mastḗr Transliteration B: mastēr Transliteration C: mastir Beta Code: masth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (μαίομαι)

   A seeker, searcher, τινος S.OC456, Tr.733, E.Ba.986 (lyr.): also in late Prose, Parth.1.1, Alciphr.1.11; μ. ἀναγκαίας ζωῆς Porph. Abst.2.5: as fem., Carc.5.5 (s.v.l.); cf. μάστειρα.    II μαστῆρες, οἱ, officers appointed to ascertain and get possession of the assets of public debtors and exiles at Athens, Hyp.Fr.133; at Amorgos, IG 12(7).62.54.

Greek (Liddell-Scott)

μαστήρ: ῆρος, ὁ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) ὁ μαστεύων, ζητῶν, ἐρευνῶν, ἀναζητῶν, ἐρευνητής, τινος Σοφ. Ο. Κ. 456, Τρ. 733, Εὐρ. Βάκχ. 986, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 11, κτλ.· - οὕτω θηλ., Ἰοῦς μῆνις μάστειρ’ (κατὰ Hartung μαστίκτειρ’) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 163. II. ἐν Ἀθήναις μαστῆρες ἦσαν «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» (Φώτ.), Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ.· ἴδε Böckh P. E. 1. 213· πρβλ. ζητητής, μάστρος.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui cherche, qui recherche, gén.;
2 à Athènes magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.
Étymologie: *μάω.

Greek Monolingual

μαστήρ, -ῆρος, ό, ἡ (Α)
αυτός που ερευνά, που αναζητά κάτι ή κάποιον («καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῡ μαστῆρα», Σοφ.)
2. στον πληθ. oἱ μαστῆρες
(στην Αθήνα) (κατά τον Φώτ.) «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» — οι υπάλληλοι που εισέπρατταν ή μπορούσαν να ενεργήσουν κατάσχεση τών περιουσιακών στοιχείων εκείνων που χρωστούσαν στο δημόσιο, καθώς και τών εξορίστων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ- του μαίομαι «αναζητώ, ερευνώ» + επίθημα -τήρ].

Greek Monotonic

μαστήρ: -ῆρος, ὁ (*μάω), αυτός που ψάχνει, ερευνητής, αυτός που αναζητεί κάτι, τινος, σε Σοφ., Ευρ.