μαυροφορώ

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415

Greek Monolingual

μαυροφόρος
1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ' αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, -η, -ο(ν)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο μαυροφόρος
νεοελλ.
κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο πόλεμος μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)
μσν.
1. μτφ. (για τον ήλιο ή τα άστρα) σβήνω, σκοτεινιάζω («ὁ ἥλιος, τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῦν ε» (Ζήν.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο ρασοφόρος («ὁ πατριάρχης κίνησε νὰ πάγει στὸ παλάτι και ὄπισθεν καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).