μενοινή

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοινή Medium diacritics: μενοινή Low diacritics: μενοινή Capitals: ΜΕΝΟΙΝΗ
Transliteration A: menoinḗ Transliteration B: menoinē Transliteration C: menoini Beta Code: menoinh/

English (LSJ)

ἡ,

   A eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.

Greek (Liddell-Scott)

μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pensée, désir.
Étymologie: μένος.

Greek Monolingual

μενοινή, ἡ (Α)
έντονη, θερμή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»].

Greek Monotonic

μενοινή: ἡ, σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.