νυκτίβρομος
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ον,
A sounding by night, σῦριγξ E.Rh.552 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίβρομος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ βρέμων, Εὐρ. Ρῆσ. 552.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conject.
qui gronde dans la nuit.
Étymologie: νύξ, βρέμω.
Greek Monolingual
νυκτίβρομος, -ον (Α)
αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»].
Greek Monotonic
νυκτίβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που βρυχάται τη νύχτα, σε Ευρ.