μυοκτόνος

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοκτόνος Medium diacritics: μυοκτόνος Low diacritics: μυοκτόνος Capitals: ΜΥΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: myoktónos Transliteration B: myoktonos Transliteration C: myoktonos Beta Code: muokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159.    II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.

Greek Monotonic

μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.