νευρολάλος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρολάλος Medium diacritics: νευρολάλος Low diacritics: νευρολάλος Capitals: ΝΕΥΡΟΛΑΛΟΣ
Transliteration A: neurolálos Transliteration B: neurolalos Transliteration C: nevrolalos Beta Code: neurola/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with sounding strings, χορδή AP9.410 (Tull. Sab.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρολάλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων νεῦρα ἠχοῦντα, χορδὴ Ἀνθ. Π. 9. 410.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux cordes sonores.
Étymologie: νεῦρον, λαλέω.

Greek Monolingual

νευρολάλος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί με νευρά ή σαν νευράχορδή νευρολάλος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -λάλος (< λαλῶ), πρβλ. θρηνο-λάλος.

Greek Monotonic

νευρολάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χορδές, τεντωμένα νεύρα που παράγουν ήχο, σε Ανθ.