πολύτεκνος

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτεκνος Medium diacritics: πολύτεκνος Low diacritics: πολύτεκνος Capitals: ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: polýteknos Transliteration B: polyteknos Transliteration C: polyteknos Beta Code: polu/teknos

English (LSJ)

ον,

   A bearing many children, prolific, Τηθύς A.Pr.137 (anap.), cf. Arist.HA616b10.    2 consisting in many children, γενέθλη Nonn.D.25.561.    II epith. of rivers, giving increase, A.Supp.1027 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 674] viele Kinder habend; Τηθύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 (Plan. 133), u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτεκνος: -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, γόνιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. ἅμιλλα. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
1 qui a un grand nombre d’enfants ; ἅμιλλα πολύτεκνος EUR le désir d’avoir beaucoup d’enfants;
2 fig. très fécondant, fertilisant.
Étymologie: πολύς, τέκνον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών
νεοελλ.
(νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκναπολύτεκνος γενέθλη», Νόνν.)
αρχ.
(κυρίως ως προσωνυμία τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος].

Greek Monotonic

πολύτεκνος: -ον, αυτός που έχει πολλά παιδιά, γόνιμος, σε Αισχύλ.