ὀρυκτής

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρυκτής Medium diacritics: ὀρυκτής Low diacritics: ορυκτής Capitals: ΟΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: oryktḗs Transliteration B: oryktēs Transliteration C: oryktis Beta Code: o)rukth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, digger, Aesop. 99.
ploughshare (cf. ὄρυξ I) or implement for digging, Str. 7.4.6, 15.1.18.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρύκτης) ορύσσω
αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας
νεοελλ.
1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι σκληρά
2. εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας σκαραβαιίδες, μεγάλοι σκαραβαίοι τών θερμών χωρών του παλαιού Κόσμου με παράξενη μορφή κεφαλής ρινόκερου
αρχ.
1. πτηνό που σκάβει με το ράμφος του τη γη για την ανεύρεση σπόρων ή σκουληκιών
2. είδος αρότρου ή το αυλάκι που ανοίγεται από το άροτρο κατά το όργωμα.