ὀρυκτής
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
οῦ, ὁ, digger, Aesop. 99.
ploughshare (cf. ὄρυξ I) or implement for digging, Str. 7.4.6, 15.1.18.
German (Pape)
[Seite 388] ὁ, der Grabende, der Gräber, Aesop. 16. – Das Werkzeug zum Graben, – a) Spaten, Spitzeisen. – b) die Pflugschar, Strab.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρύκτης) ορύσσω
αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας
νεοελλ.
1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι σκληρά
2. εντομολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας σκαραβαιίδες, μεγάλοι σκαραβαίοι τών θερμών χωρών του παλαιού Κόσμου με παράξενη μορφή κεφαλής ρινόκερου
αρχ.
1. πτηνό που σκάβει με το ράμφος του τη γη για την ανεύρεση σπόρων ή σκουληκιών
2. είδος αρότρου ή το αυλάκι που ανοίγεται από το άροτρο κατά το όργωμα.