οινογεύστης

From LSJ
Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

ο (Α οἰνογεύστης)
νεοελλ.
ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία
αρχ.
άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα του κρασιού, δοκιμαστής κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. πρωτογεύστης.