οίμα

From LSJ
Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

οἶμα, οἴματος, τὸ (Α)
βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη παραγωγή του ρήματος αυτού από το θ. της ονομ. του οἶμα και όχι από το θ. της γεν. οἰματ- οδήγησε στην υπόθεση ότι το ρ. οἰμάω έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. οἶσμοςοἴμη). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. aēšma- «οργή, θυμός» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. isyati, isnāti και αβεστ. išyeiti «κινούμαι, σπρώχνω» (πρβλ. ιαίνω, ιερός). Ο τ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. ira «οργή, θυμός» (πιθ. < eisā), πρβλ. επίσης οἶστρος και ὀϊστός. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. οἶμα και το ρ. οἰμάω συνδέονται με τη λ. οἶμος «δρόμος, οδός»].