ὀξύκομος

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκομος Medium diacritics: ὀξύκομος Low diacritics: οξύκομος Capitals: ΟΞΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oxýkomos Transliteration B: oxykomos Transliteration C: oksykomos Beta Code: o)cu/komos

English (LSJ)

ον,

   A with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599 ; of a stag, ib.194 ; of a pine, App.Anth.5.46 ; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.

German (Pape)

[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.

Greek Monolingual

ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.