παρερύω

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρερύω Medium diacritics: παρερύω Low diacritics: παρερύω Capitals: ΠΑΡΕΡΥΩ
Transliteration A: parerýō Transliteration B: pareryō Transliteration C: pareryo Beta Code: pareru/w

English (LSJ)

Ion. παρειρύω, only aor. Act. and Pass.,

   A draw along the side, φραγμὸν παρείρυσαν Hdt.7.36.    IIdraw on one side, στόμα παρειρύσθη the mouth was distorted, Hp.Epid.3.1.ά.

German (Pape)

[Seite 518] (ἐρύω), poc. u. ion. παρειρύω, daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσθη τὸ στόμα, verzerren, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παρερύω: ποιητ. καὶ Ἰων. παρειρύω, σύρω παρὰ τὴν πλευράν, φραγμὸν Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. σύρω πρὸς τὸ ἓν μέρος, παρειρύεται τὸ στόμα, τὸ στόμα διαστρέφεται, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1059.

French (Bailly abrégé)

tirer en avant, acc..
Étymologie: παρά, ἐρύω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρειρύω Α
1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.)
2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].

Greek Monotonic

παρερύω: -ειρύω, σύρω προς την πλευρά, φραγμόν, σε Ηρόδ.