πατάνη
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
[τᾰ], ἡ, a kind of
A flat dish, Sophr.13, cf. Poll. 10.107 :—also πάτᾰνον, τό, Id.6.90 (v.l.), Hsch. :—Dim. πᾰτάνιον, τό, Antiph.70, Eub.38,47 ; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.
German (Pape)
[Seite 534] ἡ, u. πάτανον, τό, auch sicil. βατάνη, flaches Geschirr, Schüssel, VLL. u. Ath. Nach Poll. 10, 107 bei Sophro = ἐκπέταλον λοπάδιον. Vgl. πάταχνον und πάτελλα, wie das lat. patina, patella.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτάνη: [τᾰ], ἡ, εἶδος ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, εἶναι τὸ ὄνομα μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων βατάνη, -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πετάννυμι, πρβλ. πάταχνον, πάτελλα, Λατ. patina, pateila.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, χο-άνη, σκαπ-άνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. του πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, του σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (flat) dish (Sophr. 13, Poll.).
Other forms: Dor. -α. -ον n. id. (Poll. v.l., H.).
Compounds: As 1. member in πατάν-εψις name of the (cooked in) eel (Epich. 211).
Derivatives: Dimin. -ιον n., -ίων m. name of a cock (com. IVa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like λεκάνη, οὑράνη a.o. Has been connected with Lat. patera f. flat drinking dish, perh. with old r-n-change, which is assumed in Hitt. pattar, dat. loc. paddan-i (from there Lyc. patara); meaning however not quite certain: tablet?, basket? Other hypothesis in Ernout-Meillet s.v. Diff. on pattar Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. -- Hardly a verbal noun of πετάννυμι (then for *πετάνα with assim.?). -- Because of Sicil. βατάνη André 83, 93 considers Illyr. origin. Loan in Lat. patina (?). - Rather Pre-Greek with Furnée 149, who connects πέταχνον\/πάτ- Cf. the words cited above.