πελίδνωμα
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ατος, τό,
A livid spot, Sch. Theoc. 5.99, Suid. s.v. ὑπώπια.
German (Pape)
[Seite 551] τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πελίδνωμα: τό, κηλίς, πελιδνή, «μελανάδα», Σχολ. Θεοκρ. 5. 99, Σουΐδ. ἐν λ. ὁπώπια.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πελιδνούμαι
μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα.