πιάσιμο
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πιάνω, η λήψη, η λαβή, η ανάληψη, η σύλληψη, το ἁρπαγμα, το άδραγμα («δύσκολο το πιάσιμο του ελαφιού με τον βρόχο»)
2. αφή, άγγιγμα, ψαύση («η ποιότητα του υφάσματος φαίνεται από το πιάσιμο»)
3. το ριζοβόλημα, η ρίζωση («το πιάσιμο του δέντρου»)
4. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κύηση, η εγκυμοσύνη, η γονιμοποίηση, η κυοφορία («πιάσιμο του παιδιού»)
5. παράλυση, μόνιμη ή παροδική αναπηρία ενός μέλους του σώματος, αγκύλωση ή μούδιασμα («δεν μπορεί να κουνηθεί απ' το πιάσιμο»)
6. στον πληθ. τα πιασίματα
οι λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο, κάψιμο)].