πρέσβις

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβις Medium diacritics: πρέσβις Low diacritics: πρέσβις Capitals: ΠΡΕΣΒΙΣ
Transliteration A: présbis Transliteration B: presbis Transliteration C: presvis Beta Code: pre/sbis

English (LSJ)

(A), εως, ὁ,

   A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
πρέσβ-ις (B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία,

   A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc.    II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry).    2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.

Greek Monolingual

(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].———————— (II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικίακατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].

Greek Monotonic

πρέσβις: ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.