προσδόκιμος

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδόκῐμος Medium diacritics: προσδόκιμος Low diacritics: προσδόκιμος Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: prosdókimos Transliteration B: prosdokimos Transliteration C: prosdokimos Beta Code: prosdo/kimos

English (LSJ)

ον,

   A expected, looked for, or to be expected, π. ὁ θάνατος Hp.Prog.9, cf. 24; τοῖσι παρεοῦσί τε καὶ π. κακοῖσι Hdt.8.20.    2 freq. of persons, expected, στρατὸν π. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην Id.1.78; π. ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον π., expected to come to Cyprus, against Miletus, Id.5.108, 6.6; κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων π. ἐστι Id.9.89; τοῦ βαρβάρου π. ὄντος Th.1.14; ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ π. αὐτοῖς Id.7.15, cf. D. 6.15; π. ἥξειν D.S.18.64. Adv. -μως Gloss.

German (Pape)

[Seite 756] erwartet, vermuthet; τινί, Her. 1, 78. 123. 6, 6; ἐς Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον, von dem man erwartet, er werde nach Kypros kommen, gegen Milet ausziehen, 5, 108; πᾶσαν ἡμέραν, 7, 203; c. partic., 9, 89, wie Dem. δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος, man erwartet ihn selbst mit einer großen Macht, 6, 15; vgl. Thuc. 7, 15; Sp., wie προσδόκιμος ἦν ὁ κίνδυνος Pol. 29, 8, 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσδόκιμος: -ον, ὅν προσδοκᾷ τις, πρ. ὁ θάνατος Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. 46· τοῖς παρεοῦσί τε καὶ προσδ. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20. 2) συχνάκις ἐπὶ προσώπων, πρ. ἐστί, ἦν, περιμένεται, ἀνεμένετο, στρατὸν πρ. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην ὁ αὐτ. 1. 78· προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον, ὅστις περιεμένετο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ αὐτ. 5. 108· πεζὸς στρατὸς προσδόκιμος ἦν ὁ αὐτ. 6. 6· κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων πρ. ἐστι ὁ αὐτ. 9. 89· τοῦ βαρβάρου πρ. ὄντος Θουκ. 1. 14· ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ πρ. αὐτοῖς ὁ αὐτ. 7. 15, πρβλ. Δημ. 69. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l’attend ayant, càd avec.
Étymologie: προσδοκάω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμοςθάνατος», Ιπποκρ.
β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. -ιμος (πρβλ. ευδόκ-ιμος].

Greek Monotonic

προσδόκιμος: -ον, 1. προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.
2. συχνά για πρόσωπα, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον προσδόκιμος, αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· τοῦ βαρβάρου, προσδοκίμου ὄντος, σε Θουκ.