προσκτώμαι

From LSJ
Revision as of 15:50, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-άομαι, ΝΑ κτῶμαι
1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.)
2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. κερδίζω
2. παθ. αποκτώμαι
αρχ.
1. (σχετικά με ιδιότητες) αποκτώ επί πλέον («ἡ διὰ τῆς ἀσκήσεως προσκτωμένη δεξιότης», Ξεν.)
2. κατακτώ επί πλέον («τὰ νῡν... κατεργάσαντο καὶ προσεκτήσαντο ἔθνεα», Ξεν.)
3. δέχομαι μομφή («μὴ πρὸς τοσούτοις αἰσχροῑς καὶ ἐπιορκίαν προσκτήσησθε», Δημοσθ.)
5. παίρνω με το μέρος μου, πείθω κάποιον να μέ ακολουθήσει («ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾱται τὸν Καλλίμαχον», Ηρόδ.)
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προσκεκτημένα
οι κατακτήσεις.