προσκορίζομαι
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
A annoy, tease, τινα Sch.Ar.V.1332.
Greek Monolingual
Α προσκορής
1. αισθάνομαι κόρο ή αηδία
2. απεχθάνομαι.