προὔχω

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 795] statt προέχω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

προὔχω: προὔχουσι, προὔχοντο (ὀρθότ. προύχω, κτλ.), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέχ-.

English (Autenrieth)

προὔχουσιν, part. προὔχων, ipf. πρόεχε; mid. ipf. προὔχοντο: be ahead, Il. 23.325, 453; jut forward, Od. 12.11, Od. 13.544; mid., hold or have before oneself, Od. 3.8.

Greek Monolingual

Α
βλ. προέχω.

Greek Monotonic

προὔχω: προὔχουσι, προὔχοντο, συνηρ. αντί προ-έχ-.