πυρπολητής

From LSJ
Revision as of 21:42, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπολητής Medium diacritics: πυρπολητής Low diacritics: πυρπολητής Capitals: ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ
Transliteration A: pyrpolētḗs Transliteration B: pyrpolētēs Transliteration C: pyrpolitis Beta Code: purpolhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A gloss on πυρεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, bei Hesych. Erkl. von πυρεύς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. πυρπολήτρια Ν πυρπολῶ
αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστής
νεοελλ.
1. ναυτ. κυβερνήτης ή ναύτης πυρπολικού, αλλ. μπουρλοτιέρης
2. στον πληθ. οι πυρπολητές
ιδιαίτερη τάξη πλοιάρχων και ναυτών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η οποία ασχολούνταν με την προετοιμασία και τη χρήση τών πυρπολικών.